Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δύω
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
View word page
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμηνος δυωδεκά-μηνος, ον μήν twelve months old, Hes.

ShortDef

twelve months old

Debugging

Headword:
δυωδεκάμηνος
Headword (normalized):
δυωδεκάμηνος
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαμηνος
IDX:
9273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9276
Key:
duwdeka/mhnos

Data

{'content': 'δυωδεκάμηνος\n δυωδεκά-μηνος, ον\n μήν\n twelve months old, Hes.', 'key': 'duwdeka/mhnos'}