Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
View word page
δυσώνυμος
δυσώνυμος δυσ-ώνῠμος, ον ὄνυμα, Aeolic for ὄνομα bearing an ill name, ill-omened, Hom., Soph., etc.; esp. bearing a name of ill omen, such as Αἴας, Soph.

ShortDef

bearing an ill name, ill-omened

Debugging

Headword:
δυσώνυμος
Headword (normalized):
δυσώνυμος
Headword (normalized/stripped):
δυσωνυμος
IDX:
9268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9271
Key:
dusw/numos

Data

{'content': 'δυσώνυμος\n δυσ-ώνῠμος, ον\n ὄνυμα, Aeolic for ὄνομα\n bearing an ill name, ill-omened, Hom., Soph., etc.; esp. bearing a name of ill omen, such as Αἴας, Soph.', 'key': 'dusw/numos'}