Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
View word page
δυσώνης
δυσώνης δυσ-ώνης, ου, ὠνέομαι one who beats down the price.
ShortDef
one who beats down the price
Debugging
Headword:
δυσώνης
Headword (normalized):
δυσώνης
Headword (normalized/stripped):
δυσωνης
IDX:
9267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9270
Key:
dusw/nhs
Data
{'content': 'δυσώνης\n δυσ-ώνης, ου,\n ὠνέομαι\n one who beats down the price.', 'key': 'dusw/nhs'}