Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
View word page
δυσώδης
δυσώδης δυσ-ώδης, ες ὄζω ill-smelling, Hdt., Soph., Thuc.

ShortDef

ill-smelling

Debugging

Headword:
δυσώδης
Headword (normalized):
δυσώδης
Headword (normalized/stripped):
δυσωδης
IDX:
9264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9267
Key:
dusw/dhs

Data

{'content': 'δυσώδης\n δυσ-ώδης, ες\n ὄζω\n ill-smelling, Hdt., Soph., Thuc.', 'key': 'dusw/dhs'}