Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
View word page
δυσχωρία
δυσχωρία δυσ-χωρία, ἡ, χώρα difficult, rough ground, Xen.
ShortDef
difficult, rough ground
Debugging
Headword:
δυσχωρία
Headword (normalized):
δυσχωρία
Headword (normalized/stripped):
δυσχωρια
IDX:
9263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9266
Key:
dusxwri/a
Data
{'content': 'δυσχωρία\n δυσ-χωρία, ἡ,\n χώρα\n difficult, rough ground, Xen.', 'key': 'dusxwri/a'}