Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
View word page
δύσχρηστος
δύσχρηστος δύσ-χρηστος, ον χράομαι hard to use, nearly useless, Xen.; intractable, Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in distress, Plut.

ShortDef

hard to use, nearly useless

Debugging

Headword:
δύσχρηστος
Headword (normalized):
δύσχρηστος
Headword (normalized/stripped):
δυσχρηστος
IDX:
9262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9265
Key:
du/sxrhstos

Data

{'content': 'δύσχρηστος\n δύσ-χρηστος, ον\n χράομαι\n hard to use, nearly useless, Xen.; intractable, Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in distress, Plut.', 'key': 'du/sxrhstos'}