Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
View word page
δυσχρηστέω
δυσχρηστέω δυσχρηστέω, fut. -ήσω to be in difficulty or distress, Polyb. from δύσχρηστος
ShortDef
to be in difficulty
Debugging
Headword:
δυσχρηστέω
Headword (normalized):
δυσχρηστέω
Headword (normalized/stripped):
δυσχρηστεω
IDX:
9261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9264
Key:
dusxrhste/w
Data
{'content': 'δυσχρηστέω\n δυσχρηστέω,\n fut. -ήσω\n to be in difficulty or distress, Polyb.\n from δύσχρηστος', 'key': 'dusxrhste/w'}