Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
View word page
δυσχλαινία
δυσχλαινία δυσ-χλαινία, ἡ, χλαῖνα mean clothing, Eur.
ShortDef
mean clothing
Debugging
Headword:
δυσχλαινία
Headword (normalized):
δυσχλαινία
Headword (normalized/stripped):
δυσχλαινια
IDX:
9259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9262
Key:
dusxlaini/a
Data
{'content': 'δυσχλαινία\n δυσ-χλαινία, ἡ,\n χλαῖνα\n mean clothing, Eur.', 'key': 'dusxlaini/a'}