Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
View word page
δύσχιμος
δύσχιμος δύσ-χῐμος, ον χεῖμα, cf. μελάγχιμος wintry, troublesome, dangerous, fearful, Lat. horridus, Trag.
ShortDef
wintry, troublesome, dangerous, fearful
Debugging
Headword:
δύσχιμος
Headword (normalized):
δύσχιμος
Headword (normalized/stripped):
δυσχιμος
IDX:
9258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9261
Key:
du/sximos
Data
{'content': 'δύσχιμος\n δύσ-χῐμος, ον\n χεῖμα, cf. μελάγχιμος\n wintry, troublesome, dangerous, fearful, Lat. horridus, Trag.', 'key': 'du/sximos'}