Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
View word page
δυσχερής
δυσχερής δυσ-χερής, ές χείρ hard to take in hand or manage, of things, annoying, vexatious, discomfortable, Trag.: τὸ δυσχερές, δυσχέρεια, Eur.; δυσχερὲς ποιεῖσθαί τι, Lat. aegre ferre, Thuc.; τὰ δυσχερῆ difficulties, Dem. of arguments, contradictory, captious, Plat., etc. of persons, ill tempered, unfriendly, hateful, τινι to one, Soph., Eur., etc.; δ. περί τι fastidious, Plat. adv., δυσχερῶς ἔχειν to be annoyed, Plat.

ShortDef

hard to take in hand

Debugging

Headword:
δυσχερής
Headword (normalized):
δυσχερής
Headword (normalized/stripped):
δυσχερης
IDX:
9257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9260
Key:
dusxerh/s

Data

{'content': 'δυσχερής\n δυσ-χερής, ές\n χείρ\n hard to take in hand or manage, of things, annoying, vexatious, discomfortable, Trag.: τὸ δυσχερές, δυσχέρεια, Eur.; δυσχερὲς ποιεῖσθαί τι, Lat. aegre ferre, Thuc.; τὰ δυσχερῆ difficulties, Dem.\n of arguments, contradictory, captious, Plat., etc.\n of persons, ill tempered, unfriendly, hateful, τινι to one, Soph., Eur., etc.; δ. περί τι fastidious, Plat.\n adv., δυσχερῶς ἔχειν to be annoyed, Plat.', 'key': 'dusxerh/s'}