Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
δυσώδης
View word page
δυσχείρωτος
δυσχείρωτος δυσ-χείρωτος, ον χειρόω hard to subdue, Hdt., Dem.
ShortDef
hard to subdue
Debugging
Headword:
δυσχείρωτος
Headword (normalized):
δυσχείρωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσχειρωτος
IDX:
9254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9257
Key:
dusxei/rwtos
Data
{'content': 'δυσχείρωτος\n δυσ-χείρωτος, ον\n χειρόω\n hard to subdue, Hdt., Dem.', 'key': 'dusxei/rwtos'}