Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
δυσχωρία
View word page
δυσχείρωμα
δυσχείρωμα δυσ-χείρωμα, ατος, τό, a thing hard to be subdued, a hard conquest, Soph.
ShortDef
a thing hard to be subdued, a hard conquest
Debugging
Headword:
δυσχείρωμα
Headword (normalized):
δυσχείρωμα
Headword (normalized/stripped):
δυσχειρωμα
IDX:
9253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9256
Key:
dusxei/rwma
Data
{'content': 'δυσχείρωμα\n δυσ-χείρωμα, ατος, τό,\n a thing hard to be subdued, a hard conquest, Soph.', 'key': 'dusxei/rwma'}