Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δύσχρηστος
View word page
δυσχείμερος
δυσχείμερος δυσ-χείμερος, ον χεῖμα suffering from hard winters, very wintry, freezing, Il., Hdt., Aesch.

ShortDef

suffering from hard winters, very wintry, freezing

Debugging

Headword:
δυσχείμερος
Headword (normalized):
δυσχείμερος
Headword (normalized/stripped):
δυσχειμερος
IDX:
9252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9255
Key:
dusxei/meros

Data

{'content': 'δυσχείμερος\n δυσ-χείμερος, ον\n χεῖμα\n suffering from hard winters, very wintry, freezing, Il., Hdt., Aesch.', 'key': 'dusxei/meros'}