Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
δυσχρηστέω
View word page
δυσφύλακτος
δυσφύλακτος δυσ-φύλακτος, ον hard to keep off or prevent, Eur.

ShortDef

hard to keep off

Debugging

Headword:
δυσφύλακτος
Headword (normalized):
δυσφύλακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσφυλακτος
IDX:
9251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9254
Key:
dusfu/laktos

Data

{'content': 'δυσφύλακτος\n δυσ-φύλακτος, ον\n hard to keep off or prevent, Eur.', 'key': 'dusfu/laktos'}