Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσφημία
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δυσχλαινία
δύσχορτος
View word page
δύσφρων
δύσφρων δύσ-φρων, ονος, φρήν sad at heart, sorrowful, melancholy, Trag. ill-disposed, malignant, Aesch., Eur. = ἄφρων, insensate, Aesch., Soph.

ShortDef

sad at heart, sorrowful, melancholy

Debugging

Headword:
δύσφρων
Headword (normalized):
δύσφρων
Headword (normalized/stripped):
δυσφρων
IDX:
9250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9253
Key:
du/sfrwn

Data

{'content': 'δύσφρων\n δύσ-φρων, ονος,\n φρήν\n sad at heart, sorrowful, melancholy, Trag.\n ill-disposed, malignant, Aesch., Eur.\n = ἄφρων, insensate, Aesch., Soph.', 'key': 'du/sfrwn'}