Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσφατος
δυσφημέω
δυσφημία
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
View word page
δυσφρόνως
δυσφρόνως rashly, Aesch.

ShortDef

rashly

Debugging

Headword:
δυσφρόνως
Headword (normalized):
δυσφρόνως
Headword (normalized/stripped):
δυσφρονως
IDX:
9248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9251
Key:
dusfro/nws

Data

{'content': 'δυσφρόνως\n \n rashly, Aesch.', 'key': 'dusfro/nws'}