Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσφαής
δύσφατος
δυσφημέω
δυσφημία
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραίνω
δυσχέρεια
δυσχερής
View word page
δυσφρόνη
δυσφρόνη δυσφρόνη, ἡ, = δυσφροσύνη: in pl. troubles, Hes.
ShortDef
troubles
Debugging
Headword:
δυσφρόνη
Headword (normalized):
δυσφρόνη
Headword (normalized/stripped):
δυσφρονη
IDX:
9247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9250
Key:
dusfro/nh
Data
{'content': 'δυσφρόνη\n δυσφρόνη, ἡ,\n = δυσφροσύνη: in pl. troubles, Hes.', 'key': 'dusfro/nh'}