Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυστυχής
δυστυχία
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφατος
δυσφημέω
δυσφημία
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
δυσχείμερος
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
View word page
δυσφόρητος
δυσφόρητος from δυσφορέω δυσφόρητος, ον hard to bear, Eur.
ShortDef
hard to bear
Debugging
Headword:
δυσφόρητος
Headword (normalized):
δυσφόρητος
Headword (normalized/stripped):
δυσφορητος
IDX:
9244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9247
Key:
dusfo/rhtos
Data
{'content': 'δυσφόρητος\n from δυσφορέω\n δυσφόρητος, ον\n hard to bear, Eur.', 'key': 'dusfo/rhtos'}