Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφατος
δυσφημέω
δυσφημία
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφύλακτος
View word page
δύσφημος
δύσφημος φήμη of ill omen, boding, Hes., Eur. slanderous, Theogn.

ShortDef

of ill omen, boding

Debugging

Headword:
δύσφημος
Headword (normalized):
δύσφημος
Headword (normalized/stripped):
δυσφημος
IDX:
9241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9244
Key:
du/sfhmos

Data

{'content': 'δύσφημος\n φήμη\n of ill omen, boding, Hes., Eur.\n slanderous, Theogn.', 'key': 'du/sfhmos'}