Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφατος
δυσφημέω
δυσφημία
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
View word page
δυστυχής
δυστυχής δυσ-τῠχής, ές τύχη unlucky, unfortunate, Trag., etc.; τὰ δυστυχῆ δυστυχίαι, Aesch.:—adv. -χῶς, Aesch. ill-starred, harbinger of ill, Aesch.

ShortDef

unlucky, unfortunate

Debugging

Headword:
δυστυχής
Headword (normalized):
δυστυχής
Headword (normalized/stripped):
δυστυχης
IDX:
9234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9237
Key:
dustuxh/s

Data

{'content': 'δυστυχής\n δυσ-τῠχής, ές\n τύχη\n unlucky, unfortunate, Trag., etc.; τὰ δυστυχῆ δυστυχίαι, Aesch.:—adv. -χῶς, Aesch.\n ill-starred, harbinger of ill, Aesch.', 'key': 'dustuxh/s'}