Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφατος
δυσφημέω
δυσφημία
δύσφημος
δυσφιλής
δυσφορέω
View word page
δυστύχημα
δυστύχημα from δυστῠχέω δῠστύχημα, ατος, τό, a piece of ill luck, a failure, Plat.

ShortDef

a piece of ill luck, a failure

Debugging

Headword:
δυστύχημα
Headword (normalized):
δυστύχημα
Headword (normalized/stripped):
δυστυχημα
IDX:
9233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9236
Key:
dustu/xhma

Data

{'content': 'δυστύχημα\n from δυστῠχέω\n δῠστύχημα, ατος, τό,\n a piece of ill luck, a failure, Plat.', 'key': 'dustu/xhma'}