Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφατος
δυσφημέω
δυσφημία
δύσφημος
δυσφιλής
View word page
δυστυχέω
δυστυχέω δυστῠχέω, δυστυχής to be unlucky, unhappy, unfortunate, Hdt., Attic; τινι in a thing, Eur.; περί τινος Eur.; ἔν τινι Ar.; also, πάντα δυστυχεῖν Eur.

ShortDef

to be unlucky, unhappy, unfortunate

Debugging

Headword:
δυστυχέω
Headword (normalized):
δυστυχέω
Headword (normalized/stripped):
δυστυχεω
IDX:
9232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9235
Key:
dustuxe/w

Data

{'content': 'δυστυχέω\n δυστῠχέω,\n δυστυχής\n to be unlucky, unhappy, unfortunate, Hdt., Attic; τινι in a thing, Eur.; περί τινος Eur.; ἔν τινι Ar.; also, πάντα δυστυχεῖν Eur.', 'key': 'dustuxe/w'}