Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφατος
View word page
δυστόχαστος
δυστόχαστος δυ-στόχαστος, ον δυσ-, στοχάζομαι hard to hit, Plut.
ShortDef
hard to hit
Debugging
Headword:
δυστόχαστος
Headword (normalized):
δυστόχαστος
Headword (normalized/stripped):
δυστοχαστος
IDX:
9228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9231
Key:
dusto/xastos
Data
{'content': 'δυστόχαστος\n δυ-στόχαστος, ον\n δυσ-, στοχάζομαι\n hard to hit, Plut.', 'key': 'dusto/xastos'}