Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δυσυπόστατος
δυσφαής
View word page
δυστόπαστος
δυστόπαστος δυσ-τόπαστος, ον τοπάζω hard to guess, Eur.
ShortDef
hard to guess
Debugging
Headword:
δυστόπαστος
Headword (normalized):
δυστόπαστος
Headword (normalized/stripped):
δυστοπαστος
IDX:
9227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9230
Key:
dusto/pastos
Data
{'content': 'δυστόπαστος\n δυσ-τόπαστος, ον\n τοπάζω\n hard to guess, Eur.', 'key': 'dusto/pastos'}