Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰσυμνητεία
αἰσυμνητήρ
αἰσυμνήτης
αἶσχος
αἰσχρήμων
αἰσχροκέρδεια
αἰσχροκερδής
αἰσχρολογέω
αἰσχρολογία
αἰσχρόμητις
αἰσχροποιός
αἰσχροπραγέω
αἰσχρός
αἰσχρότης
αἰσχρουργία
αἰσχύνη
αἰσχυντέον
αἰσχυντηλός
αἰσχυντηρός
αἰσχυντήρ
αἰσχυντικός
View word page
αἰσχροποιός
αἰσχροποιός ποιέω doing foully, Eur.

ShortDef

doing foully

Debugging

Headword:
αἰσχροποιός
Headword (normalized):
αἰσχροποιός
Headword (normalized/stripped):
αισχροποιος
IDX:
923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n923
Key:
ai)sxropoio/s

Data

{'content': 'αἰσχροποιός\n ποιέω\n doing foully, Eur.', 'key': 'ai)sxropoio/s'}