Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
View word page
δύστομος
δύστομος δύ-στομος, ον δυσ-, στόμα bad of mouth: hardmouthed, Anth.
ShortDef
bad of mouth: hardmouthed
hard to cut
Debugging
Headword:
δύστομος
Headword (normalized):
δύστομος
Headword (normalized/stripped):
δυστομος
IDX:
9225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9228
Key:
du/stomos1
Data
{'content': 'δύστομος\n δύ-στομος, ον\n δυσ-, στόμα\n bad of mouth: hardmouthed, Anth.', 'key': 'du/stomos1'}