Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
View word page
δυστομέω
δυστομέω δυστομέω, to speak evil of, τινά τι Soph. from δύστομος

ShortDef

to speak evil of

Debugging

Headword:
δυστομέω
Headword (normalized):
δυστομέω
Headword (normalized/stripped):
δυστομεω
IDX:
9224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9227
Key:
dustome/w

Data

{'content': 'δυστομέω\n δυστομέω,\n to speak evil of, τινά τι Soph.\n from δύστομος', 'key': 'dustome/w'}