Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
δυστυχέω
δυστύχημα
View word page
δύστοκος
δύστοκος δύσ-τοκος, ον τίκτω bringing forth with pain.
ShortDef
bringing forth with pain
Debugging
Headword:
δύστοκος
Headword (normalized):
δύστοκος
Headword (normalized/stripped):
δυστοκος
IDX:
9223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9226
Key:
du/stokos
Data
{'content': 'δύστοκος\n δύσ-τοκος, ον\n τίκτω\n bringing forth with pain.', 'key': 'du/stokos'}