Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστράπελος
δύστροπος
View word page
δυστοκεύς
δυστοκεύς δυσ-τοκεύς, έως, an unhappy parent, Anth.
ShortDef
an unhappy parent
Debugging
Headword:
δυστοκεύς
Headword (normalized):
δυστοκεύς
Headword (normalized/stripped):
δυστοκευς
IDX:
9221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9224
Key:
dustokeu/s
Data
{'content': 'δυστοκεύς\n δυσ-τοκεύς, έως,\n an unhappy parent, Anth.', 'key': 'dustokeu/s'}