Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
View word page
δυστήρητος
δυστήρητος δυσ-τήρητος, ον τηρέω hard to keep, Plut.

ShortDef

hard to keep

Debugging

Headword:
δυστήρητος
Headword (normalized):
δυστήρητος
Headword (normalized/stripped):
δυστηρητος
IDX:
9218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9221
Key:
dusth/rhtos

Data

{'content': 'δυστήρητος\n δυσ-τήρητος, ον\n τηρέω\n hard to keep, Plut.', 'key': 'dusth/rhtos'}