Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
δύστονος
View word page
δυστερπής
δυστερπής δυσ-τερπής, ές τέρπω ill-pleasing, Aesch.

ShortDef

ill-pleasing

Debugging

Headword:
δυστερπής
Headword (normalized):
δυστερπής
Headword (normalized/stripped):
δυστερπης
IDX:
9216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9219
Key:
dusterph/s

Data

{'content': 'δυστερπής\n δυσ-τερπής, ές\n τέρπω\n ill-pleasing, Aesch.', 'key': 'dusterph/s'}