Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
δύστοκος
δυστομέω
δύστομος
View word page
δύστεκνος
δύστεκνος δύσ-τεκνος, ον τέκνον unfortunate in children, Soph.

ShortDef

unfortunate in children

Debugging

Headword:
δύστεκνος
Headword (normalized):
δύστεκνος
Headword (normalized/stripped):
δυστεκνος
IDX:
9215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9218
Key:
du/steknos

Data

{'content': 'δύστεκνος\n δύσ-τεκνος, ον\n τέκνον\n unfortunate in children, Soph.', 'key': 'du/steknos'}