Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστοκεύς
δυστοκέω
View word page
δυσσύνοπτος
δυσσύνοπτος δυσ-σύνοπτος, ον hard to get a view of, Polyb.
ShortDef
hard to get a view of
Debugging
Headword:
δυσσύνοπτος
Headword (normalized):
δυσσύνοπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσσυνοπτος
IDX:
9212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9215
Key:
dussu/noptos
Data
{'content': 'δυσσύνοπτος\n δυσ-σύνοπτος, ον\n hard to get a view of, Polyb.', 'key': 'dussu/noptos'}