Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
δύστλητος
View word page
δυσσεβία
δυσσεβία δυσσεβία, ἡ, poet. for δυσσέβεια, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσσεβία
Headword (normalized):
δυσσεβία
Headword (normalized/stripped):
δυσσεβια
IDX:
9210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9213
Key:
dussebi/a

Data

{'content': 'δυσσεβία\n δυσσεβία, ἡ,\n poet. for δυσσέβεια, Aesch.', 'key': 'dussebi/a'}