Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
δυστλήμων
View word page
δυσσεβής
δυσσεβής δυσ-σεβής, ές σέβω ungodly, impious, profane, Trag.

ShortDef

ungodly, impious, profane

Debugging

Headword:
δυσσεβής
Headword (normalized):
δυσσεβής
Headword (normalized/stripped):
δυσσεβης
IDX:
9209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9212
Key:
dussebh/s

Data

{'content': 'δυσσεβής\n δυσ-σεβής, ές\n σέβω\n ungodly, impious, profane, Trag.', 'key': 'dussebh/s'}