Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
δυστήρητος
View word page
δυσσεβέω
δυσσεβέω δυσσεβέω, fut. -ήσω to think or act ungodly, Trag. from δυσσεβής

ShortDef

to think or act ungodly

Debugging

Headword:
δυσσεβέω
Headword (normalized):
δυσσεβέω
Headword (normalized/stripped):
δυσσεβεω
IDX:
9208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9211
Key:
dussebe/w

Data

{'content': 'δυσσεβέω\n δυσσεβέω,\n fut. -ήσω\n to think or act ungodly, Trag.\n from δυσσεβής', 'key': 'dussebe/w'}