Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
δυστερπής
δύστηνος
View word page
δυσσέβεια
δυσσέβεια δυσσέβεια, ἡ, from δυσσεβής impiety, ungodliness, Trag. a charge of impiety, Soph.

ShortDef

impiety, ungodliness

Debugging

Headword:
δυσσέβεια
Headword (normalized):
δυσσέβεια
Headword (normalized/stripped):
δυσσεβεια
IDX:
9207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9210
Key:
dusse/beia

Data

{'content': 'δυσσέβεια\n δυσσέβεια, ἡ,\n from δυσσεβής\n impiety, ungodliness, Trag.\n a charge of impiety, Soph.', 'key': 'dusse/beia'}