Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
δύστεκνος
View word page
δυσραγής
δυσραγής δυσ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι hard to break, Luc.

ShortDef

hard to break

Debugging

Headword:
δυσραγής
Headword (normalized):
δυσραγής
Headword (normalized/stripped):
δυσραγης
IDX:
9205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9208
Key:
dusragh/s

Data

{'content': 'δυσραγής\n δυσ-ρᾰγής, ές\n ῥήγνυμι\n hard to break, Luc.', 'key': 'dusragh/s'}