Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
δυστάλας
δυστέκμαρτος
View word page
δυσπρόσωπος
δυσπρόσωπος δυσ-πρόσωπος, ον πρόσωπον of ill aspect, Plut.
ShortDef
of ill aspect
Debugging
Headword:
δυσπρόσωπος
Headword (normalized):
δυσπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσωπος
IDX:
9204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9207
Key:
duspro/swpos
Data
{'content': 'δυσπρόσωπος\n δυσ-πρόσωπος, ον\n πρόσωπον\n of ill aspect, Plut.', 'key': 'duspro/swpos'}