Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
δυσσύνοπτος
View word page
δυσπρόσοπτος
δυσπρόσοπτος δυσ-πρόσοπτος, ον προσόψομαι, fut. of προσοράω hard to look on, horrid to behold, Soph.
ShortDef
hard to look on, horrid to behold
Debugging
Headword:
δυσπρόσοπτος
Headword (normalized):
δυσπρόσοπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσοπτος
IDX:
9202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9205
Key:
duspro/soptos
Data
{'content': 'δυσπρόσοπτος\n δυσ-πρόσοπτος, ον\n προσόψομαι, fut. of προσοράω\n hard to look on, horrid to behold, Soph.', 'key': 'duspro/soptos'}