Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσοος
View word page
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοιστος δυσ-πρόσοιστος, ον προσοίσομαι, fut. mid. of προσφέρω hard to approach, Soph.

ShortDef

hard to approach

Debugging

Headword:
δυσπρόσοιστος
Headword (normalized):
δυσπρόσοιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσοιστος
IDX:
9201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9204
Key:
duspro/soistos

Data

{'content': 'δυσπρόσοιστος\n δυσ-πρόσοιστος, ον\n προσοίσομαι, fut. mid. of προσφέρω\n hard to approach, Soph.', 'key': 'duspro/soistos'}