Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δυσσεβία
View word page
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοδος δυσ-πρόσοδος, ον hard to get at, difficult of access, Thuc.; of men, unsocial, Thuc., Xen.

ShortDef

hard to get at, difficult of access

Debugging

Headword:
δυσπρόσοδος
Headword (normalized):
δυσπρόσοδος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσοδος
IDX:
9200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9203
Key:
duspro/sodos

Data

{'content': 'δυσπρόσοδος\n δυσ-πρόσοδος, ον\n hard to get at, difficult of access, Thuc.; of men, unsocial, Thuc., Xen.', 'key': 'duspro/sodos'}