Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
View word page
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσμαχος δυσ-πρόσμᾰχος, ον προσμάχομαι hard to attack, Plut.
ShortDef
hard to attack
Debugging
Headword:
δυσπρόσμαχος
Headword (normalized):
δυσπρόσμαχος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσμαχος
IDX:
9199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9202
Key:
duspro/smaxos
Data
{'content': 'δυσπρόσμαχος\n δυσ-πρόσμᾰχος, ον\n προσμάχομαι\n hard to attack, Plut.', 'key': 'duspro/smaxos'}