Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
δυσσέβεια
View word page
δυσπρόσβατος
δυσπρόσβατος δυσ-πρόσβᾰτος, ον hard to approach, Thuc.
ShortDef
hard to approach
Debugging
Headword:
δυσπρόσβατος
Headword (normalized):
δυσπρόσβατος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσβατος
IDX:
9197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9200
Key:
duspro/sbatos
Data
{'content': 'δυσπρόσβατος\n δυσ-πρόσβᾰτος, ον\n hard to approach, Thuc.', 'key': 'duspro/sbatos'}