Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
View word page
ἄγαμος
ἄγαμος unmarried, unwedded, single, Lat. caelebs, Il., Trag. γάμος ἄγαμος, a marriage that is no marriage, a fatal marriage, Soph., Eur.

ShortDef

unmarried, unwedded, single

Debugging

Headword:
ἄγαμος
Headword (normalized):
ἄγαμος
Headword (normalized/stripped):
αγαμος
IDX:
92
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n92
Key:
a)/gamos

Data

{'content': 'ἄγαμος\n unmarried, unwedded, single, Lat. caelebs, Il., Trag.\n γάμος ἄγαμος, a marriage that is no marriage, a fatal marriage, Soph., Eur.', 'key': 'a)/gamos'}