Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
δυσραγής
δύσριγος
View word page
δυσπρεπής
δυσπρεπής δυσ-πρεπής, ές πρέπω base, undignified, Eur.
ShortDef
base, undignified
Debugging
Headword:
δυσπρεπής
Headword (normalized):
δυσπρεπής
Headword (normalized/stripped):
δυσπρεπης
IDX:
9196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9199
Key:
duspreph/s
Data
{'content': 'δυσπρεπής\n δυσ-πρεπής, ές\n πρέπω\n base, undignified, Eur.', 'key': 'duspreph/s'}