Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
δυσπρόσωπος
View word page
δυσπραγέω
δυσπραγέω δυσ-πρᾱγέω, fut. -ήσω πρᾶγος to be unlucky, Aesch., Plut.
ShortDef
to be unlucky
Debugging
Headword:
δυσπραγέω
Headword (normalized):
δυσπραγέω
Headword (normalized/stripped):
δυσπραγεω
IDX:
9194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9197
Key:
dusprage/w
Data
{'content': 'δυσπραγέω\n δυσ-πρᾱγέω,\n fut. -ήσω\n πρᾶγος\n to be unlucky, Aesch., Plut.', 'key': 'dusprage/w'}