Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσπέλαστος
View word page
δύσποτος
δύσποτος δύσ-ποτος, ον unpalatable, Aesch.

ShortDef

unpalatable

Debugging

Headword:
δύσποτος
Headword (normalized):
δύσποτος
Headword (normalized/stripped):
δυσποτος
IDX:
9193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9196
Key:
du/spotos

Data

{'content': 'δύσποτος\n δύσ-ποτος, ον\n unpalatable, Aesch.', 'key': 'du/spotos'}