Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
View word page
δύσπορος
δύσπορος δύσ-πορος, ον hard to pass, scarce passable, Xen.

ShortDef

hard to pass, scarce passable

Debugging

Headword:
δύσπορος
Headword (normalized):
δύσπορος
Headword (normalized/stripped):
δυσπορος
IDX:
9191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9194
Key:
du/sporos

Data

{'content': 'δύσπορος\n δύσ-πορος, ον\n hard to pass, scarce passable, Xen.', 'key': 'du/sporos'}