Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
View word page
δυσπορία
δυσπορία δυσπορία, ἡ, δύσπορος difficulty of passing, Xen.

ShortDef

difficulty of passing

Debugging

Headword:
δυσπορία
Headword (normalized):
δυσπορία
Headword (normalized/stripped):
δυσπορια
IDX:
9189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9192
Key:
duspori/a

Data

{'content': 'δυσπορία\n δυσπορία, ἡ,\n δύσπορος\n difficulty of passing, Xen.', 'key': 'duspori/a'}